Ιστορική εξέλιξη της Ι. Μονής Βαρλαάμ:
Το 1350 αναρριχήθηκε στον βράχο μια παράτολμη ασκητική μορφή, ο ασκητής Βαρλαάμ, από τον οποίο πήρε την ονομασία του το μοναστήρι. Αυτός έκτισε τρεις ναούς, ένα μικρό κελί και μια δεξαμενή για νερό. Μετά την κοίμησή του ο βράχος μένει για 200 χρόνια περίπου έρημος μέχρι το 1517/1518 που ανέβηκαν οι δύο κτίτορες της μονής , οι αδελφοί ιερομόναχοι Θεοφάνης και Νεκτάριος οι Αψαράδες, που ήταν πλουσιόπαιδα από τα Γιάννενα. Αυτοί βρήκαν τον βράχο του Βαρλαάμ εντελώς έρημο -όπως ένα οικόπεδο- και γι’ αυτό αρχίζουν από την αρχή να δημιουργούν τα πρώτα κτίσματα. Ανακαινίζουν το εκκλησάκι των Τριών Ιεραρχών και ανεγείρουν τον πύργο. Κτίζουν (1541/1542) επίσης τον κεντρικό ναό του μοναστηριού (καθολικό), που τιμάται στη μνήμη των Αγίων Πάντων. Η μεταφορά υλικών κράτησε 22 χρόνια και το κτίσιμο μόνο 20 μέρες. Μέχρι τον 16ο αιώνα η παρουσία των μοναχών είναι συνεχής. Από τις αρχές του 17ου αιώνα και μετά παρέμειναν λίγοι μοναχοί.
Πρόσβαση στον Βράχο:
Από το 1350 και μετά η ανάβαση στο μοναστήρι γινόταν με ξύλινες σκάλες, που είχαν 25 περίπου βαθμίδες η κάθεμια. Από τη βόρεια πλευρά της μονής κρέμονταν με πασσάλους από τον βράχο και δημιουργούσαν ένα κενό μεταξύ τους. Οι μοναχοί ήταν αναγκασμένοι να πηδούν από τη μία σκάλα στην άλλη με κίνδυνο πολλές φορές να χάσουν ακόμη και τη ζωή τους. Η δυσκολία αυτή υπήρχε λόγω της ιδιομορφίας και της μορφολογίας των βράχων. Υπήρχαν περίπου 4 με 5 σκάλες με μέγιστο αριθμό 95 βαθμίδων. Το 1517/1518 αναρριχήθηκαν οι κτίτορες που έκτισαν τον πύργο της μονής. Μετά η ανέλκυση των μοναχών και των υλικών γινόταν με χειροκίνητο βριζόνι ( δίχτυ ). Από τις αρχές του 19ου αιώνα δημιουργήθηκαν λαξευτές σκάλες στον βράχο με ενδιάμεση γέφυρα, οι οποίες δέχτηκαν πολλές μετατροπές. Σήμερα η ανέλκυση πραγμάτων γίνεται με ηλεκτρισμό.
Αριθμός μοναχών απο τα παλιά χρόνια:
Την εποχή των αγίων κτιτόρων, Θεοφάνη και Νεκταρίου, και σε όλη τη διάρκεια του 16ου αιώνα κατοικούσαν στη μονή 35 περίπου μοναχοί. Από το 17ο αιώνα και μετά αρχίζει η παρακμή και κρατάει μέχρι το 1961. Τότε ανέβηκε στον βράχο η μοναστική αδελφότητα με ηγούμενο τον μητροπολίτη Πειραιώς Καλλίνικο. Μαζί του ήταν ο μητροπολίτης Κίτρους και Κατερίνης Αγαθόνικος, ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος και ο μετέπητα ηγούμενος της μονής αρχιμανδρίτης Ισίδωρος Τσιατάς. Σήμερα στην Μονή κατοικούν 7 μοναχοί και Ηγούμενος είναι Ο αρχιμανδρίτης Βενέδικτος Ζαχαράκης.
Κύριες Τοιχογραφίες , Χειρόγραφα και Σκευοφυλάκιο:
Στον νάρθηκα ξεχωρίζουν οι παραστάσεις του Κυρίου “εν δόξει”, της μέλλουσας κρίσεως και των κτιτόρων Θεοφάνη και Νεκταρίου. Στον κυρίως ναό χαρακτηριστικές είναι οι τοιχογραφικές απεικονίσεις της Πλατυτέρας, της Λειτουργίας των Αγγέλων, του Εσταυρωμένου, του Παντοκράτορα στον τρούλο και τη σκηνή από τη ζωή, τα πάθη και τη δράση του Χριστού. Η Ιερά Μονή Βαρλαάμ διαθέτει πλούσια και αξιόλογη συλλογή χειρογράφων, τα οποία πλησιάζουν τα 300. Μερικά από αυτά εκτίθενται στο σκευοφυλάκιο της μονής και τα υπόλοιπα βρίσκονται σε ειδικούς χώρους για συντήρηση και προφύλαξη. Στο σκευοφυλάκιο της μονής εκτίθενται και πολλά εκκλησιαστικά κειμήλια, όπως: μεταβυζαντινές φορητές εικόνες, χρυσοκέντητα ‘Aμφια και επιτάφιοι, διάφορα είδη μικροτεχνίας και αργυροχοΐας. Μεταξύ των φορητών εικόνων, ιδιαίτερως καλλιτεχνικής αξίας είναι η Θεοτόκος Βρεφοκρατούσα, έργου του 1668 του κρητικού ζωγράφου Εμμανουήλ Τζάνε. Ξεχωριστή σημασία όμως, εκτός από την καλλιτεχνική του αξία, έχει και ο εντυπωσιακός χρυσοκέντητος επιτάφιος, έργο του 1609. Πρέπει να πούμε εδώ ότι τον 16ο αιώνα λειτούργησε στην Ι. Μονή οργανωμένο χρυσοκεντητήριο ή εργαστήρι χρυσοκεντητικής με κορυφαίο τον μοναχό Αρσένιο. Πολλά έργα, κυρίως επιτάφιοι, που βρίσκονται σε αρκετά ελληνικά μοναστήρια έχουν φτιαχτεί εδώ. Εντυπωσιακό ειναι και το έκθεμα του μεγάλου ξύλινου βαρελιού. Όταν ανέβηκαν οι κτίτορες στον βράχο δεν υπήρχε καθόλου νερό. Για να κατασκευαστεί μια δεξαμενή χρειαζόταν πολλή δουλειά για πολλά χρόνια. Έφτιαξαν, λοιπόν, οι μοναχοί αυτό το μεγάλο βαρέλι, στο οποίο μάζευαν το νερό της βροχής. Το βαρέλι έχει χωρητικότητα 12 τόνων και το νερό το χρησιμοποιούσαν ως πόσιμο, για τις αρδεύσεις και για τις οικοδομικές τους εργασίες