Οι Άγιοι Αφθόνιος και Ελπιδηφόρος, μαζί με άλλους αξιωματούχους της περσικής Αυλής, υπήρξαν μάρτυρες της πίστης τους στον Χριστό κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Πέρση βασιλιά Σαπώρ Β΄ το 330 μ.Χ. Όταν ομολόγησαν ανοιχτά την χριστιανική τους πίστη, συνελήφθησαν και υποβλήθηκαν σε φρικτά βασανιστήρια: μαστιγώθηκαν και ρίχτηκαν σε μια μεγάλη φωτιά. Ωστόσο, οι προσευχές τους προς τον Θεό προκάλεσαν έναν ισχυρό άνεμο με βροχή, που έσβησε τη φωτιά και σκόρπισε τον τρόμο στους Πέρσες, ακόμη και στον ίδιο τον Σαπώρ, ο οποίος αναγκάστηκε να αναβάλει τη θανατική καταδίκη τους.
Ωστόσο, λίγες ημέρες αργότερα, ο βασιλιάς τους ξανακαλεί στο δικαστήριο και, βλέποντας την αμετακίνητη πίστη τους, αποκεφάλισε τον Αφθόνιο. Στη συνέχεια, ζήτησε από τον Ελπιδηφόρο να φανεί «λογικός» και να αναγνωρίσει την αλήθεια του βασιλιά, ως εγγράμματος και ικανός να διακρίνει το σωστό από το λάθος. Η απάντηση του Ελπιδηφόρου, που δήλωσε ότι πιστεύει στον Χριστό γιατί Αυτός είναι «η οδός, η αλήθεια και η ζωή», εξόργισε τον Σαπώρ, ο οποίος διέταξε την άμεση αποκεφάλισή του.
Οι θυσίες αυτών των γενναίων μαρτύρων ενίσχυσαν την πίστη των υπολοίπων χριστιανών, οι οποίοι παρέμειναν ακλόνητοι στη Χριστιανική τους πίστη. Τελικά, ο Σαπώρ διέταξε να τους ρίξουν σε καμίνι, όπου, με παρρησία και θάρρος, παρέδωσαν τη μαρτυρική τους ψυχή στον Χριστό. Οι Άγιοι αυτοί έμειναν για πάντα παραδείγματα πίστης και γενναιότητας, προσηλωμένοι στη δύναμη και την αλήθεια του Χριστού, ακόμη και μπροστά στον θάνατο.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ακίνδυνον μέλψωμεν, συν Αφθονίω ομού, κλεινόν Ανεμπόδιστον, Ελπιδοφόρον στερρόν, Πηγάσιον ένδοξον ούτοι γαρ ακινδύνως, εξαφθόνου κρατήρας, πηγάζουσι τοις ελπίδι, αρραγεί προσιούσι, χαρίτων ανεμποδίστων, κρήνην θεόβρυτον.
Κοντάκιον
Ήχος δ’. Ο υψωθείς.
Τη της Τριάδος καλλονή λαμπρυνθείσα, η πενταυγής των Αθλητών θεία φάλαγξ, τας των τυράννων ήμβλυνε δεινάς προσβολάς, άφθονον ακίνδυνον, ανεμπόδιστον χάριν, άπασι πηγάζουσα, τοις ελπίδι και πόθω, ενθέως προσιούσι δι’ αυτών, τω πάντων Κτίστη, Χριστώ τω Θεώ ημών.