Ο Άγιος Ιάκωβος ο Απόστολος, αδελφός του Ιωάννη του Θεολόγου, ήταν γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ευαγγελιστή Ιωάννη. Ο Χριστός τον βρήκε κοντά στη λίμνη της Τιβεριάδας, στο πλοίο του πατέρα του, ενώ επιδιόρθωνε τα δίχτυα τους. Εκεί τον κάλεσε, μαζί με τον αδελφό του Ιωάννη, αφού προηγουμένως είχε καλέσει και τους αδελφούς Ανδρέα και Πέτρο. Ο Ιάκωβος είχε ιδιαίτερη θέση κοντά στον Κύριο, που συχνά τον έπαιρνε μαζί Του. Η μητέρα του Ιακώβου και του Ιωάννη, παρατηρώντας την εύνοια που έδειχνε ο Χριστός στα παιδιά της, ζήτησε να καθίσουν δίπλα Του, στα δεξιά και αριστερά Του, την ημέρα της δόξας Του. Ο Χριστός απάντησε, λέγοντας ότι θα έρθει η στιγμή που και οι δύο θα πιουν από το ίδιο ποτήρι, υπονοώντας το μαρτύριο που Αυτός θα υποστεί.
Η προφητεία για τον Ιάκωβο πραγματοποιήθηκε 49 χρόνια αργότερα, όταν βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα κηρύσσοντας. Ο Ηρώδης Άγριππας, για να ικανοποιήσει το μίσος των Ιουδαίων, τον συνέλαβε μαζί με άλλους χριστιανούς και τον θανάτωσε με μαχαίρι. Ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης ήταν γνωστοί και ως “υιοί βροντής”, λόγω της δύναμης με την οποία κήρυτταν.
Απολυτίκιο. Ήχος γ’.
Θείας πίστεως. Γόνος άγιος, βροντής υπάρχων,
κατεβρόντησας, τη οικουμένη, την του Σωτήρος Ιάκωβε κένωσιν,
και το ποτήριον τούτου έξέπιες, μαρτυρικώς έναθλήσας
Απόστολε· όθεν πάντοτε, εξαίτει τοις σε γεραίρουσι,
πταισμάτων ιλασμόν και μέγα έλεος